Η παρούσα μελέτη διερευνά τους τρόπους παρουσίασης της υστερίας στη λογοτεχνία τοποθετώντας στο επίκεντρό της την παραδειγματική ανάλυση κειμένων από τη γερμανική και την ελληνική λογοτεχνία του 19ου και 20ού αιώνα. Πρόκειται σε κάθε περίπτωση για έργα στα οποία η γυναικεία πρωταγωνιστική φιγούρα εμφανίζεται πάσχουσα με διάγνωση υστερίας. Κατά πόσο αυτό είναι νόσος ή σύμπτωμα υγείας –όπως συχνά έχει υποστηριχθεί– είναι το ερώτημα που τίθεται κάθε φορά.
Επιχειρείται αρχικά μια συνοπτική παρουσίαση της ιστορίας της υστερίας στον ιατρικό λόγο από την αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή. Το κέντρο βάρους πέφτει σε τρεις σημαντικούς σταθμούς: στη θεώρηση του Jean-Martin Charcot στα τέλη του 19ου αιώνα, την ψυχαναλυτική επανάσταση του Sigmund Freud στις αρχές του 20ού και τη φεμινιστική κριτική στα τέλη του 20ού αιώνα.
Η φεμινιστική κριτική (Irigaray, Cixous) τοποθετεί και πάλι το ξεχασμένο για δεκαετίες θέμα της υστερίας στο επίκεντρο των προβληματισμών της, θεωρώντας τη ως μια μορφή γυναικείας εναντίωσης στην πατριαρχική κοινωνία, τα δε συμπτώματά της ως μια σωματική γλώσσα πέραν του πατριαρχικού λόγου.
Στηριζόμενη στο παραπάνω θεωρητικό υπόβαθρο, η μελέτη εξετάζει κείμενα των Theodor Fontane, Γεωργίου Βιζυηνού, Sigmund Freud, Arthur Schnitzler και Ingeborg Bachmann.